- ἀστονάχητος
- ἀστονάχητος [ᾰ], ον, = sq., IG14.2111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστονάχητον — ἀστονάχητος masc/fem acc sg ἀστονάχητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)